7. Αμφίβια

 

Το νερό στα Στενά, παρά το ότι είναι άφθονο, δεν δημιουργεί κατάλληλους οικοτόπους για τα αμφίβια, διότι κυλά συνήθως με πολύ μεγάλη ταχύτητα. Έτσι, τα αμφίβια επιβιώνουν μόνο σε μόνιμους ή ευκαιριακούς λάκκους (κυρίως ανοιγμένους για να ποτίζονται τα ζώα), σε περιοχές όπου η ροή των νερών μειώνεται (εσοχές, μικρά δευτερεύοντα ρέματα, κ.λ.π.). 

Στην Ελλάδα εκτιμάται ότι υπάρχουν 16 ή 17 είδη αμφιβίων. Από αυτά τα επτά έχουν καταγραφεί στα Στενά του Νέστου και είναι τρίτωνες και βάτραχοι.

Τα είδη αυτά είναι:

 

Δαλματικός βάτραχος (Rana dalmatica)

Προστατεύεται από την οδηγία 92/43/ΕΟΚ (ως ζωικό είδος κοινοτικού ενδιαφέροντος του οποίου η διατήρηση επιβάλει τον καθορισμό ειδικών ζωνών διατήρησης), από τη σύμβαση της Βέρνης (ως είδος πανίδας υπό αυστηρή προστασία και είδος πανίδας υπό προστασία) και από το Προεδρικό Διάταγμα 67/1981 (ως προστατευτέο είδος). 

Είναι είδος βατράχου που ζει σε ρυάκια μέσα ή γύρω από τα δάση. Προτιμά στάσιμα νερά ή σε νερά βραδείας ροής που διαθέτουν βλάστηση (καλάμια, υδρόβια φυτά, κ.λ.π.). 

Πως θα τον αναγνωρίσουμε: Είναι μικρός σε μέγεθος βάτραχος. Το χρώμα του είναι ανοιχτό κίτρινο. Έχει ανοιχτοπράσινες ραβδώσεις στην πλάτη τα πόδια και την κοιλιά. Τα πίσω πόδια είναι μεγάλα και ισχυρά και καταλήγουν όπως και τα μπροστινά σε αιχμηρά δάκτυλα. Η πλάτη είναι λεία (χωρίς εμφανή φύματα) όμως έχει δύο γραμμοειδή εξογκώματα.

 


 

Λιμνοβάτραχος (Rana ridibunda)

Προστατεύεται από τη σύμβαση της Βέρνης ως είδος πανίδας υπό προστασία.

Είναι ο πιο συνηθισμένος βάτραχος. Ζει σε όλα τα στάσιμα ή βραδέως κινούμενα νερά της χώρας μας. Ζει στο νερό σε περιοχές με πυκνή βλάστηση. Στα Στενά του Νέστου βρίσκονται σχεδόν σε όλο το μήκος του ποταμού, όπου η ταχύτητα της ροής μειώνεται. 

Πως θα τον αναγνωρίσουμε: Το χρώμα του είναι κιτρινοπράσινο έως πράσινο. Έχει αχνές ραβδώσεις στην πλάτη και τα πόδια. Έχει πολύ μακριά πίσω άκρα και μπορεί να κάνει μεγάλα άλματα. Τα φύματα είναι πολυάριθμα μικρού μεγέθους και δυσδιάκριτα. Έχει στην πλάτη δύο γραμμοειδή εξογκώματα συνήθως ανοιχτότερου χρώματος.

 


 

Φρύνος ή χωμαματόφρυνος (Bufo bufo)

Προστατεύεται από τη σύμβαση της Βέρνης (ως είδος πανίδας υπό προστασία) και από το Προεδρικό Διάταγμα 67/1981 (ως προστατευτέο είδος).

Είναι βάτραχος που μπορεί να ζήσει και σε ξηρά περιβάλλοντα. Χρειάζεται το νερό μόνο για να γεννήσει. Εναποθέτει τα αυγά του σε στάσιμα νερά ή σε νερά χαμηλής ταχύτητας ροής. Είναι νυχτόβιο ζώο. Στα Στενά βρίσκεται σχεδόν παντού. Τρέφεται με έντομα και άλλα μικρά αρθρόποδα ή σκουλήκια. Έχει αναπτυγμένη ακοή και μεγάλη ικανότητα διάκρισης των ήχων. Στο δέρμα του έχει δηλητηριώδεις αδένες. Παρά ταύτα, οι χωματόφρυνοι αποτελούν τροφή για πολλά είδη ζώων.

Για να επιβιώνει μακριά από νερό συγκρατεί το νερό του σώματος με τη βοήθεια βλεννωδών εκκρίσεων του δέρματος, που εμποδίζουν την εξάτμιση. Όπως όλα τα είδη των βατράχων, περνά το πρώτο στάδιο της ζωής τους ως γυρίνος.

Πως θα τον αναγνωρίσουμε: Οι φρύνοι έχουν κοντό σώμα, χωρίς ουρά (άνουρα) και ευδιάκριτο λαιμό, μακριά πίσω πόδια. Οι τυμπανικές μεμβράνες των αυτιών είναι ευδιάκριτες και μοιάζουν με δίσκους, που προβάλλουν στα πλάγια του κεφαλιού. Ο λάρυγγάς του είναι πολύ καλά ανεπτυγμένος και συνοδεύεται από σάκο που μπορεί να φουσκώνει και να πάλλεται. Το χρώμα του είναι καφέ (η λέξη φρύνος υποδηλώνει γενικώς το καφέ λαμπερό χρώμα). Η πλάτη και τα άκρα του διαθέτουν ευδιάκριτα φύματα με δηλητηριώδεις αδένες.

 


 

Πράσινος φρύνος (Bufo viridis)

Προστατεύεται από την οδηγία 92/43/ΕΟΚ (ως ζωικό είδος κοινοτικού ενδιαφέροντος που απαιτεί αυστηρή προστασία), από τη σύμβαση της Βέρνης (ως είδος πανίδας υπό αυστηρή προστασία και είδος πανίδας υπό προστασία) και από το Προεδρικό Διάταγμα 67/1981 (ως προστατευτέο είδος). 

Βιολογικά μοιάζει με τον προηγούμενο (B. bufo) σε όλα. 

Πως θα το αναγνωρίσουμε: Είναι μικρότερος από τον χωματόφρυνο. Το χρώμα του είναι πράσινο με λευκές ραβδώσεις (μοιάζει με στολή παραλλαγής των στρατιωτών). Τα πόδια του δεν είναι πολύ μακριά και μπορεί να περπατά αρκετά καλά σε ξηρό έδαφος. Η πλάτη και τα άκρα του διαθέτουν ευδιάκριτα φύματα με δηλητηριώδεις αδένες. Οι κόγχες των ματιών του είναι εξογκωμένες και ευδιάκριτες.

 


 

Τελματοτρίτωνας ή κοινός τρίτωνας (Triturus vulgaris)

Προστατεύεται από τη σύμβαση της Βέρνης (ως είδος πανίδας υπό προστασία) και από το Προεδρικό Διάταγμα 67/1981 (ως προστατευτέο είδος).

Είναι ο πλέον χερσαίος τρίτωνας. Ζει εκτός από τους υδροβιότοπους, σε δάση, κήπους και καλλιεργούμενους αγρούς, κρυμμένος κάτω από πέτρες, κούτσουρα και σχισμές βράχων. Για την αναπαραγωγή όμως προτιμά τα αβαθή νερά. 

Πως θα τον αναγνωρίσουμε: Έχει μήκος 11 εκ. και δέρμα λείο καφετί έως λαδί με μικρές σκουρόχρωμες κηλίδες. Στη μέση της κοιλιάς υπάρχει μια πορτοκαλή ή κιτρινωπή γραμμή και είναι διάστικτη από μεγάλες μαύρες κηλίδες που συνήθως συνεχίζονται μέχρι το λαιμό. Τα αρσενικά έχουν το ραχιαίο πτερύγιο, το οποίο όμως δεν διακόπτεται στη βάση της ουράς. Τα δάκτυλα των πίσω ποδιών έχουν «φράντζες».

 


 

Χτενοτρίχωνας ή λοφιοφόρος τρίτωνας (Triturus cristatus)

Προστατεύεται από την οδηγία 92/43/ΕΟΚ (ως ζωικό είδος κοινοτικού ενδιαφέροντος του οποίου η διατήρηση επιβάλει τον καθορισμό ειδικών ζωνών διατήρησης) από τη σύμβαση της Βέρνης (ως είδος πανίδας υπό αυστηρή προστασία) και από το Προεδρικό Διάταγμα 67/1981 (ως προστατευτέο είδος).

Το χειμώνα βγαίνουν στην ξηρά, κρύβονται κάτω από πέτρες ή κούτσουρα και συχνά πέφτουν σε χειμέρια νάρκη. Όσο τα διαθέσιμα στάσιμα νερά μειώνονται ή αυξάνονται οι ρύποι, τόσο το είδος αυτό τείνει να εξαφανισθεί. Στα Στενά βρέθηκε σε τσιμεντένιες και χωμάτινες δεξαμενές που χρησιμοποιούνται για το πότισμα των ζώων. 

Πως θα τον αναγνωρίσουμε: Μοιάζει πολύ με σαλαμάνδρα, από την οποία διαφέρει από το ότι η ουρά τους είναι πλευρικά πιεσμένη. Έχουν λεπτό επίμηκες σώμα, μήκους 10-15 εκ. Το χρώμα τους είναι καφετί ή καστανό ή γκριζόμαυρο, συχνά με διάστιχτο ή κηλιδωτό χρωματισμό. Το δέρμα τους είναι τραχύ και έχει ένα οδοντωτό ραχιαίο πτερύγιο, το οποίο στη βάση της ουράς έχει μια χαρακτηριστική εγκοπή.